-
1 κατακρατέω
A prevail over, c. gen. pers.,κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή Men.646
, cf. Thphr.CP2.14.4;τῶν πολεμίων Plb.16.30.5
: metaph., of pleasure,κ. τοῦ οἴκου Stoic.3.98
; also c. acc., τους ἄλλους ἀρετῇ κ. D.C.54.29;ὁ ἵππος πρεσβύτερος ἤδη ὢν οὐ κ. τὰς θηλείας PCair.Zen.225.8
(iii B. C.):—[voice] Pass., to be overcome,ὑπὸ νόμου βελτίονος Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19.2 abs., prevail, gain the mastery, gain the victory,κατὰ μοῖρ' ἐκράτησεν A.Pers. 101
(lyr.), cf. Hdt.7.168, Th. 6.55, Pl.Lg. 840e; ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους [ ποταμοὺς]εἶναι ποιέει Hdt.7.129
; of an opinion, D.C.57.15; of planetary influence, predominate, Procl.Par.Ptol.18,al.II c. acc. rei, gain the mastery over, ἀμάχους ῥώμας, εὔνοιαν, Ph.2.117, 438; win,στέφανον D.Chr.9.13
: c. gen. rei, τῆς προθέσεως become master of one's purpose, Plb.5.38.9;τοῦ γενέσθαι τι Id.28.13.13
;τῶν ὅλων Id.3.81.10
; retain possession of,τῆς πόλεως Id.1.8.1
; master,τῆς Ελληνικῆς διαλέκτου Id.39.1.4
, cf. Cleom.1.10;ἰδιότητος Porph.Sent.33
.2 digest, concoct,τὰς τῶν σίτων τροφάς Pl. Lg. 789d
, cf. Arist.Pr. 930b31:—[voice] Pass.,τῇ εὐχυλίᾳ Sor.1.53
(fort. - κραθῇ).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακρατέω
-
2 κατακρατεω
1) одолевать, побеждать(τινος Arst., Polyb.)
τῷ οὐνόματι κ. Her. — получать перевес в имени (о римск. Пеней, которая одна сохраняет свое название после слияния с другими реками)2) овладевать, владеть(τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου Polyb.)
3) преодолевать, сдерживать, подавлять(διὰ βάρος τὸν τῆς ζέσεως ἐπιπολασμόν Arst.; ὀργῆς Plut.)
4) усваивать, переваривать
См. также в других словарях:
κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek